- ἡμίθεοι
- ἡμίθεοςdemigodmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HEROES — dicti sunt a veteribus viri nobiles, et illustres, qui mortales cum esent, rerum tamen a se gestarum magnitudine, quam proxime ad Deos immortales accessêrunt, eamque apud vulgus opinionem emeruêrunt, ut post mortem in Deorum numerum crdantur… … Hofmann J. Lexicon universale
ГЕРОЙ — (ήρως) в греческой мифологии сын или потомок божества и смертного человека. У Гомера Г. обычно именуется отважный воин (в «Илиаде») или благородный человек, имеющий славных предков (в «Одиссее»). Впервые Гесиод называет «род героев», созданный… … Энциклопедия мифологии
INDIGETES — Dii antiquis vocati, quod nullius rei indigeant, vel Dii ex hominibus facti: Heroes, ut Hercules, Romulus, Caesar, etc. Alii Indigetes fuisse volunt, quos indigetari, i. e. vocare, et nuncupare fas esset, atque hos Deos fuisse, in quorum custodia … Hofmann J. Lexicon universale
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek
μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια … Dictionary of Greek
ισμαηλίτες — Θρησκευτικό κίνημα, μία από τις σπουδαιότερες υποδιαιρέσεις του λεγόμενου εξτρεμιστικού σιιτισμού. Ο εξτρεμισμός βασίζεται στην ιδιαίτερη υπογράμμιση του χαρακτήρα ιερότητας που αποδίδεται στους ηγέτες της κοινότητας (ιμάμηδες), οι οποίοι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Στέφενς, Τζέιμς — (Stephens). Ιρλανδός ποιητής (Δουβλίνο 1882 Λονδίνο 1950). Εκφράζει την πανθεϊστική του φιλοσοφία στην ποίησή του, στα διηγήματα και στους μύθους του: Έγινε γνωστός με Το χρυσό εκκρεμές (1912), έργο αντλημένο από ένα μυθικό κελτικό θέμα. Στο… … Dictionary of Greek